- βαρβάκι
- το (Α βάρβαξ, -ακος, ο)είδος μικρού γερακιού, κιρκινέζι, κίρκος ο οξύπτερος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο Βάρβαξ της θήρας και ερμηνεύεται από τον Ησύχιο «ιέραξ παρά Λίβυσι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.